- ανακουνώ
- (-άω)ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κουνώ.ΠΑΡ. ανακούνημα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακουνώ — κούνησα, κουνήθηκα και κουνίστηκα, κουνημένος και κουνισμένος 1. ανακινώ, αναταράζω: Ανακούνησε το μπουκάλι κι ύστερα έβαλε στο ποτήρι. 2. συνταράζω, αναστατώνω: Ανακουνήθηκε ο τόπος από τα φουρνέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακούνημα — το [ανακουνώ] η ανακίνηση, ανατάραξη … Dictionary of Greek